καθημερινή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθημερινή < ουσιασικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καθημερινός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καθημερινή θηλυκό
- ≠ αντώνυμα: αργία, σκόλη
- Ξημερώνοντας του Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες (Οδ. Ελύτης, Άξιον Εστί)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καθημερινή
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
καθημερινή
- θηλυκό του καθημερινός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού