καθημερινός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθημερινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καθημερινός[1] < καθ' ἡμέραν (κατά + ἡμέρα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θi.me.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θη‐με‐ρι‐νός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καθημερινός, -ή, -ό
- που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μέρα
- για μένα το ξύρισμα είναι καθημερινή συνήθεια
- αυτός στο μαγαζί μας είναι καθημερινός
- που σχετίζεται με τις εργάσιμες μέρες και όχι τις γιορτές
- συνηθισμένος
- ο καφές είναι μια από τις καθημερινές απολαύσεις
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- καθημερινά (επίρρημα)
- καθημερινή
- καθημερινότητα
- καθημερινώς (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη ημέρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καθημερινός
Επεξεργασία
- ↑ «καθημερινός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «καθημερινός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.