καθημερινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθημερινός < ελληνιστική κοινή καθημερινός < καθ' ἡμέραν (κατά + ἡμέρα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θi.me.ɾiˈnos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καθημερινός, -ή, -ό
- που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μέρα
- για μένα το ξύρισμα είναι καθημερινή συνήθεια
- αυτός στο μαγαζί μας είναι καθημερινός
- που σχετίζεται με τις εργάσιμες μέρες και όχι τις γιορτές
- συνηθισμένος
- ο καφές είναι μια από τις καθημερινές απολαύσεις