καθημερνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθημερνός < καθημερινός με αποβολή ... όπως ... ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθημερνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
καθημερνός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) καθημερινός
- ※ Η προφορά, στο τραγούδι: Άσμα ασμάτων,, κύκλος Μαουτχάουζεν, στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
- Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία
Συγγενικά επεξεργασία
- καθημερνά (επίρρημα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στην ποίηση: καθημερν- Συμφραστικός πίνακας «Ανεμόσκαλα» για μείζονες νεοέλληνες ποιητές
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθημερνός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καθημερνός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].