ἡμέρα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἡμέρα | ἡμέρα | ἡμέραι |
Γενική | ἡμέρας | ἡμέραιν | ἡμερῶν |
Δοτική | ἡμέρᾳ | ἡμέραιν | ἡμέραις |
Αιτιατική | ἡμέραν | ἡμέρα | ἡμέρας |
Κλητική | ἡμέρα | ἡμέρα | ἡμέραι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἡμέρα