Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ήμερος η -ήμερη το -ήμερο
      γενική του -ήμερου της -ήμερης του -ήμερου
    αιτιατική τον -ήμερο τη(ν) -ήμερη το -ήμερο
     κλητική -ήμερε -ήμερη -ήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ήμεροι οι -ήμερες τα -ήμερα
      γενική των -ήμερων των -ήμερων των -ήμερων
    αιτιατική τους -ήμερους τις -ήμερες τα -ήμερα
     κλητική -ήμεροι -ήμερες -ήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ήμερος < ημέρ(α) + -ος ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ήμερος < ἡμέρ(α) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.me.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ή‐με‐ρος

  Επίθημα επεξεργασία

-ήμερος, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • → δείτε διαφορετικά τα συνθετικά της λέξης ήμερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -ήμερος τὸ -ήμερον
      γενική τοῦ/τῆς -ημέρου τοῦ -ημέρου
      δοτική τῷ/τῇ -ημέρ τῷ -ημέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν -ήμερον τὸ -ήμερον
     κλητική ! -ήμερε -ήμερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -ήμεροι τὰ -ήμερ
      γενική τῶν -ημέρων τῶν -ημέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς -ημέροις τοῖς -ημέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -ημέρους τὰ -ήμερ
     κλητική ! -ήμεροι -ήμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ημέρω τὼ -ημέρω
      γεν-δοτ τοῖν -ημέροιν τοῖν -ημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ήμερος < ἡμέρ(α) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-ήμερος, -ος, -ον (συχνό στην ελληνιστική κοινή)

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • → δείτε διαφορετικά τα συνθετικά της λέξης ἥμερος