ήμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ήμερος | η | ήμερη | το | ήμερο |
γενική | του | ήμερου | της | ήμερης | του | ήμερου |
αιτιατική | τον | ήμερο | την | ήμερη | το | ήμερο |
κλητική | ήμερε | ήμερη | ήμερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ήμεροι | οι | ήμερες | τα | ήμερα |
γενική | των | ήμερων | των | ήμερων | των | ήμερων |
αιτιατική | τους | ήμερους | τις | ήμερες | τα | ήμερα |
κλητική | ήμεροι | ήμερες | ήμερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήμερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἥμερος < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν σχετίζεται με το ημέρα < ἦμαρ.
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαήμερος, -η, -ο
- (για ζώα) που δεν είναι άγριος, που έχει εξημερωθεί· εξημερωμένος
- (για φυτά) που καλλιεργείται από τον άνθρωπο, που δεν φυτρώνει από μόνος του σε άγρια κατάσταση
- (για ανθρώπους) πράος
- που γίνεται χωρίς βία ή χωρίς ένταση
- ※ Ο Παντελής την έθαψε χωρίς σπαραγμό κ' ευχαρίστησε το θεό για τον ήμερο θάνατο που της έδωσε. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, 1966 [διηγήματα])
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία για ζώα
Πηγές
επεξεργασία- ήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ήμερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)