ημερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημερεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ημερεύω < ἥμερος < αρχαία ελληνική ἥμερος. Συγχρονικά αναλύεται σε ήμερ(ος) + -εύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.meˈɾe.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαημερεύω, αόρ.: ημέρεψα, χωρίς παθητική φωνή
- (μεταβατικό) εξημερώνω, τιθασεύω κάποιον / κάτι
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) καθησυχάζω κάποιον, προσπαθώ να τον ηρεμήσω
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) ηρεμώ, έχω ηπιότερη συμπεριφορά
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) γίνομαι λιγότερο έντονος, άγριος ή απότομος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμέρευτος
- ανημέρευτος
- ημέρευση
- → δείτε τη λέξη ήμερος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ημερεύω | ημέρευα | θα ημερεύω | να ημερεύω | ημερεύοντας | |
β' ενικ. | ημερεύεις | ημέρευες | θα ημερεύεις | να ημερεύεις | ημέρευε | |
γ' ενικ. | ημερεύει | ημέρευε | θα ημερεύει | να ημερεύει | ||
α' πληθ. | ημερεύουμε | ημερεύαμε | θα ημερεύουμε | να ημερεύουμε | ||
β' πληθ. | ημερεύετε | ημερεύατε | θα ημερεύετε | να ημερεύετε | ημερεύετε | |
γ' πληθ. | ημερεύουν(ε) | ημέρευαν ημερεύαν(ε) |
θα ημερεύουν(ε) | να ημερεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ημέρεψα | θα ημερέψω | να ημερέψω | ημερέψει | ||
β' ενικ. | ημέρεψες | θα ημερέψεις | να ημερέψεις | ημέρεψε | ||
γ' ενικ. | ημέρεψε | θα ημερέψει | να ημερέψει | |||
α' πληθ. | ημερέψαμε | θα ημερέψουμε | να ημερέψουμε | |||
β' πληθ. | ημερέψατε | θα ημερέψετε | να ημερέψετε | ημερέψτε | ||
γ' πληθ. | ημέρεψαν ημερέψαν(ε) |
θα ημερέψουν(ε) | να ημερέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ημερέψει | είχα ημερέψει | θα έχω ημερέψει | να έχω ημερέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ημερέψει | είχες ημερέψει | θα έχεις ημερέψει | να έχεις ημερέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ημερέψει | είχε ημερέψει | θα έχει ημερέψει | να έχει ημερέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ημερέψει | είχαμε ημερέψει | θα έχουμε ημερέψει | να έχουμε ημερέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ημερέψει | είχατε ημερέψει | θα έχετε ημερέψει | να έχετε ημερέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ημερέψει | είχαν ημερέψει | θα έχουν ημερέψει | να έχουν ημερέψει |
|