γαληνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαληνεύω < γαλήνη
Ρήμα
επεξεργασίαγαληνεύω
- ηρεμώ με ευχάριστο τρόπο και κυριαρχούμαι από γαλήνη
- ※ Αραίωσαν λίγο-λίγο οι καλεσμένοι και το σαλόνι γαλήνεψε. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
- ※ Ο γέρος έβαλε τη λαγουδέρα ανάμεσα στις γάμπες του, άναψε το τσιγάρο του, και είπε: Είναι η ρεστία. Σαν πέσει ο αέρας δε γαληνεύει αμέσως η θάλασσα. Μένει κάμποσο ακόμα ταραγμένη. Χωρίς να το δείχνει στο μάτι (Τα νέα γράμματα, τόμ. 2, 1936, σελ. 284)