Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαληνός η γαληνή το γαληνό
      γενική του γαληνού της γαληνής του γαληνού
    αιτιατική τον γαληνό τη γαληνή το γαληνό
     κλητική γαληνέ γαληνή γαληνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαληνοί οι γαληνές τα γαληνά
      γενική των γαληνών των γαληνών των γαληνών
    αιτιατική τους γαληνούς τις γαληνές τα γαληνά
     κλητική γαληνοί γαληνές γαληνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαληνός < αρχαία ελληνική γαληνός (ήσυχος, πράος)

  Επίθετο επεξεργασία

γαληνός

  1. γαλήνιος, ήρεμος, πράος, καθησυχασμένος
  2. το αρσενικό και το θηλυκό του υπερθ. βαθμ. ως ουσ. Ο γαληνότατος, η γαληνοτάτη→ δείτε τη λέξη 

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία