↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαληνότατος η γαληνότατη
γαληνοτάτη
το γαληνότατο
      γενική του γαληνότατου
γαληνοτάτου
της γαληνότατης
γαληνοτάτης
του γαληνότατου
γαληνοτάτου
    αιτιατική τον γαληνότατο τη γαληνότατη
γαληνοτάτη
το γαληνότατο
     κλητική γαληνότατε γαληνότατη
γαληνοτάτη
γαληνότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαληνότατοι οι γαληνότατες τα γαληνότατα
      γενική των γαληνότατων
γαληνοτάτων
των γαληνότατων
γαληνοτάτων
των γαληνότατων
γαληνοτάτων
    αιτιατική τους γαληνότατους
γαληνοτάτους
τις γαληνότατες τα γαληνότατα
     κλητική γαληνότατοι γαληνότατες γαληνότατα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαληνότατος < αρσενικό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.

  Επίθετο

επεξεργασία

γαληνότατος, -η, -ο

  1. επίθετο με το οποίο προσαγορεύονταν ηγεμόνες κατά το Μεσαίωνα
  2. που είναι ιδιαίτερα γαλήνιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία