Ετυμολογία

επεξεργασία
sérénissime < (άμεσο δάνειο) ιταλική serenissime. serenissimo, υπερθετικός βαθμός του sereno, γαληνός

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sérénissime sérénissimes

sérénissime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία