Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενετικός η ενετική το ενετικό
      γενική του ενετικού της ενετικής του ενετικού
    αιτιατική τον ενετικό την ενετική το ενετικό
     κλητική ενετικέ ενετική ενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενετικοί οι ενετικές τα ενετικά
      γενική των ενετικών των ενετικών των ενετικών
    αιτιατική τους ενετικούς τις ενετικές τα ενετικά
     κλητική ενετικοί ενετικές ενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενετικός < ελληνιστική κοινή Ἐνετικός [1] < Ἐνετοί

  Επίθετο επεξεργασία

ενετικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία