ενετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενετικός | η | ενετική | το | ενετικό |
γενική | του | ενετικού | της | ενετικής | του | ενετικού |
αιτιατική | τον | ενετικό | την | ενετική | το | ενετικό |
κλητική | ενετικέ | ενετική | ενετικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενετικοί | οι | ενετικές | τα | ενετικά |
γενική | των | ενετικών | των | ενετικών | των | ενετικών |
αιτιατική | τους | ενετικούς | τις | ενετικές | τα | ενετικά |
κλητική | ενετικοί | ενετικές | ενετικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενετικός < ελληνιστική κοινή Ἐνετικός [1] < Ἐνετοί
Επίθετο
επεξεργασίαενετικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του βενετικός
- ενετικό κάστρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενετικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας