καθησυχάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθησυχάζω < (ελληνιστική κοινή)
Ρήμα
επεξεργασίακαθησυχάζω
- (μεταβατικό) πείθω ή προσπαθώ να πείσω κάποιον ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί
- (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθησυχάζω | καθησύχαζα | θα καθησυχάζω | να καθησυχάζω | καθησυχάζοντας | |
β' ενικ. | καθησυχάζεις | καθησύχαζες | θα καθησυχάζεις | να καθησυχάζεις | καθησύχαζε | |
γ' ενικ. | καθησυχάζει | καθησύχαζε | θα καθησυχάζει | να καθησυχάζει | ||
α' πληθ. | καθησυχάζουμε | καθησυχάζαμε | θα καθησυχάζουμε | να καθησυχάζουμε | ||
β' πληθ. | καθησυχάζετε | καθησυχάζατε | θα καθησυχάζετε | να καθησυχάζετε | καθησυχάζετε | |
γ' πληθ. | καθησυχάζουν(ε) | καθησύχαζαν καθησυχάζαν(ε) |
θα καθησυχάζουν(ε) | να καθησυχάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθησύχασα | θα καθησυχάσω | να καθησυχάσω | καθησυχάσει | ||
β' ενικ. | καθησύχασες | θα καθησυχάσεις | να καθησυχάσεις | καθησύχασε | ||
γ' ενικ. | καθησύχασε | θα καθησυχάσει | να καθησυχάσει | |||
α' πληθ. | καθησυχάσαμε | θα καθησυχάσουμε | να καθησυχάσουμε | |||
β' πληθ. | καθησυχάσατε | θα καθησυχάσετε | να καθησυχάσετε | καθησυχάστε | ||
γ' πληθ. | καθησύχασαν καθησυχάσαν(ε) |
θα καθησυχάσουν(ε) | να καθησυχάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθησυχάσει | είχα καθησυχάσει | θα έχω καθησυχάσει | να έχω καθησυχάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθησυχάσει | είχες καθησυχάσει | θα έχεις καθησυχάσει | να έχεις καθησυχάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθησυχάσει | είχε καθησυχάσει | θα έχει καθησυχάσει | να έχει καθησυχάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθησυχάσει | είχαμε καθησυχάσει | θα έχουμε καθησυχάσει | να έχουμε καθησυχάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθησυχάσει | είχατε καθησυχάσει | θα έχετε καθησυχάσει | να έχετε καθησυχάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθησυχάσει | είχαν καθησυχάσει | θα έχουν καθησυχάσει | να έχουν καθησυχάσει |
|