Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθησυχάζω < (ελληνιστική κοινή)

  Ρήμα επεξεργασία

καθησυχάζω

  1. (μεταβατικό) πείθω ή προσπαθώ να πείσω κάποιον ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί
  2. (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία