γαληνεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαληνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαληνεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.li.neˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαγαληνεμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαληνεμένος
|
γαληνεμένος, -η, -ο
|