γαληνεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
γαληνεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γαληνεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γαληνεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γαληνεμένος
γαληνεμένων