γαληνότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαληνότητα | οι | γαληνότητες |
γενική | της | γαληνότητας | των | γαληνοτήτων |
αιτιατική | τη | γαληνότητα | τις | γαληνότητες |
κλητική | γαληνότητα | γαληνότητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαληνότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (σπάνιο) πραότητα, γλυκύτητα, ηρεμία
- (με κεφαλαίο το αρχικό Γ) Γαληνότητα, το αξίωμα των Γαληνοτάτων Αυτοκρατόρων στο Μεσαίωνα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαληνότητα
|