Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαληνότητα οι γαληνότητες
      γενική της γαληνότητας των γαληνοτήτων
    αιτιατική τη γαληνότητα τις γαληνότητες
     κλητική γαληνότητα γαληνότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαληνότητα < γαλην(ός) + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαληνότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (σπάνιο) πραότητα, γλυκύτητα, ηρεμία
  2. (με κεφαλαίο το αρχικό Γ) Γαληνότητα, το αξίωμα των Γαληνοτάτων Αυτοκρατόρων στο Μεσαίωνα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία