Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πραότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πραότητ
α
οι
πραότητ
ες
γενική
της
πραότητ
ας
των
πραοτήτ
ων
αιτιατική
την
πραότητ
α
τις
πραότητ
ες
κλητική
πραότητ
α
πραότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πραότητα
<
αρχαία ελληνική
πραότης
<
πρᾶος
/
πραΰς
, μορφολογικά αναλύεται
πρά(ος)
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πραότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
πράος
, η
ιδιότητα
ή η
συμπεριφορά
του
πράου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πραότητα