λαγουδέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγουδέρα < λαγούδι + -έρα < μεσαιωνική ελληνική λαγούδιν / λαγούδιον < λαγός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγουδέρα θηλυκό
- (παρωχημένο) ραβδί με το οποίο κυνηγούσαν άλλοτε τους λαγούς
- (ναυτικός όρος) μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος του πηδαλίου μιας βάρκας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λαγός
Μεταφράσεις
επεξεργασία (ναυτικός όρος)
|