δοιάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοιάκι | τα | δοιάκια |
γενική | του | δοιακιού | των | δοιακιών |
αιτιατική | το | δοιάκι | τα | δοιάκια |
κλητική | δοιάκι | δοιάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοιάκι < (ελληνιστική κοινή) οἰάκιον < αρχαία ελληνική οἴαξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοιάκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) ο μοχλός με τον οποίο στρέφει κάποιος το πηδάλιο μιας βάρκας ή καϊκιού
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δοιάκι