ενικός         πληθυντικός  
barre barres

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

barre (fr) θηλυκό

  1. η μπάρα, η αμπάρα (λαϊκό), ο πήχης
  2. το τιμόνι