barre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
barre | barres |
Ετυμολογία επεξεργασία
- barre < μέση γαλλική barre < παλαιά γαλλική barre < λατινική barra
Ουσιαστικό επεξεργασία
barre (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
barre | barres |
barre (fr) θηλυκό