πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τιμόνι τα τιμόνια
      γενική του τιμονιού των τιμονιών
    αιτιατική το τιμόνι τα τιμόνια
     κλητική τιμόνι τιμόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τιμόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τιμόνι(ν) (πηδάλιο πλοίου) < βενετική timon (οιακοστρόφιο πλοίου, πηδάλιο) + [1] < δημώδης λατινική timonem, αιτιατική του timo < λατινική temo [2]
Λευκό τιμόνι αυτοκινήτου.
Τιμόνι ποδηλάτου.
Τιμόνι πλοίου.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τιμόνι ουδέτερο

  1. (μηχανολογία) όργανο του συστήματος διεύθυνσης των μεταφορικών μέσων, (εκτός ειδικών οχημάτων σκαπτικών, ερπυστριοφόρων, τρένων, τραμ και τελεφερίκ) το οποίο χειρίζεται ο οδηγός σε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης ή διατήρησή της
  2. (μεταφορικά) η εξουσία, η διοίκηση
  3. (σπάνιο) ο ρυμός άμαξας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τιμόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.