Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οιακοστρόφιο < οίαξ + στρέφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οιακοστρόφιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία