Δείτε επίσης: οἴαξ, Οἴαξ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

οίαξ < αρχαία ελληνική οἴαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οίαξ αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) το δοιάκι, η λαγουδέρα, η λαβή του πηδαλίου
  2. (συνεκδοχικά) το πηδάλιο του πλοίου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία