οἴαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
οἰᾱκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | οἴαξ | οἱ | οἴακες | |
γενική | τοῦ | οἴακος | τῶν | οἰάκων | |
δοτική | τῷ | οἴακῐ | τοῖς | οἴαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | οἴακᾰ | τοὺς | οἴακᾰς | |
κλητική ὦ! | οἴαξ | οἴακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*h₂iHseh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἴαξ αρσενικό
- (ναυτικός όρος) οίακας, δοιάκι
- (ναυτικός όρος) πηδάλιο, τιμόνι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1357 (1355-1357)
- εἰχόμεσθα τῆς ξένης | πρυμνησίων τε, καὶ δι᾽ εὐθυντηρίας | οἴακας ἐξῃροῦμεν εὐπρύμνου νεώς.
- πιάσαμε την ξένη | και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω | απ᾽ της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες το τιμόνι.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- εἰχόμεσθα τῆς ξένης | πρυμνησίων τε, καὶ δι᾽ εὐθυντηρίας | οἴακας ἐξῃροῦμεν εὐπρύμνου νεώς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1357 (1355-1357)
- (μεταφορικά) διοίκηση, διακυβέρνηση
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 3 (1-3)
- Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια | ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως | οἴακα νωμῶν,
- Λαέ του Κάδμου, πρέπει σύμφωνα τα λόγια | να ᾽χει με τους καιρούς εκείνος που απ᾽ την πρύμνα | το τιμόνι κρατώντας κυβερνάει μια χώρα,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια | ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως | οἴακα νωμῶν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 3 (1-3)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οἴαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἴαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.