Δείτε επίσης: Οίακας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίακας οι οίακες
      γενική του οίακα των οιάκων
    αιτιατική τον οίακα τους οίακες
     κλητική οίακα οίακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οίακας < αρχαία ελληνική οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.a.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οί‐α‐κας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οίακας αρσενικό

  1. (λόγιο, ναυτικός όρος) το τιμόνι ενός πλοίου
     συνώνυμα: πηδάλιο
  2. (λόγιο, ναυτικός όρος) το δοιάκι
     συνώνυμα: λαγουδέρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία