Δείτε επίσης: οἰακίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οιακίζω < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ

  Ρήμα επεξεργασία

οιακίζω

  1. (ναυτικός όρος) χειρίζομαι τον οίακα, το τιμόνι
     συνώνυμα: πηδαλιουχώ, οιακοστροφώ
  2. (μεταφορικά) έχω το γκουβέρνο
  3. (κατ’ επέκταση) δίνω μια γενική κατεύθυνση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία