οιακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οιακίζω < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ
Ρήμα
επεξεργασίαοιακίζω
- (ναυτικός όρος) χειρίζομαι τον οίακα, το τιμόνι
- (μεταφορικά) έχω το γκουβέρνο
- (κατ’ επέκταση) δίνω μια γενική κατεύθυνση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οίακας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οιακίζω | οιάκιζα | θα οιακίζω | να οιακίζω | οιακίζοντας | |
β' ενικ. | οιακίζεις | οιάκιζες | θα οιακίζεις | να οιακίζεις | οιάκιζε | |
γ' ενικ. | οιακίζει | οιάκιζε | θα οιακίζει | να οιακίζει | ||
α' πληθ. | οιακίζουμε | οιακίζαμε | θα οιακίζουμε | να οιακίζουμε | ||
β' πληθ. | οιακίζετε | οιακίζατε | θα οιακίζετε | να οιακίζετε | οιακίζετε | |
γ' πληθ. | οιακίζουν(ε) | οιάκιζαν οιακίζαν(ε) |
θα οιακίζουν(ε) | να οιακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οιάκισα | θα οιακίσω | να οιακίσω | οιακίσει | ||
β' ενικ. | οιάκισες | θα οιακίσεις | να οιακίσεις | οιάκισε | ||
γ' ενικ. | οιάκισε | θα οιακίσει | να οιακίσει | |||
α' πληθ. | οιακίσαμε | θα οιακίσουμε | να οιακίσουμε | |||
β' πληθ. | οιακίσατε | θα οιακίσετε | να οιακίσετε | οιακίστε | ||
γ' πληθ. | οιάκισαν οιακίσαν(ε) |
θα οιακίσουν(ε) | να οιακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οιακίσει | είχα οιακίσει | θα έχω οιακίσει | να έχω οιακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οιακίσει | είχες οιακίσει | θα έχεις οιακίσει | να έχεις οιακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οιακίσει | είχε οιακίσει | θα έχει οιακίσει | να έχει οιακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οιακίσει | είχαμε οιακίσει | θα έχουμε οιακίσει | να έχουμε οιακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οιακίσει | είχατε οιακίσει | θα έχετε οιακίσει | να έχετε οιακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οιακίσει | είχαν οιακίσει | θα έχουν οιακίσει | να έχουν οιακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία οιακίζω
|