Δείτε επίσης: οιακίζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰακίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

οἰακίζω

  1. χειρίζομαι το πηδάλιο του πλοίου, πηδαλιουχώ
    ※  2ος/3ος↓ αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 1.7, @scaife.perseus
    ὡς ὁ κυβερνήτης οἰακίζει τὸ σκάφος σῴζειν προαιρούμενος τοὺς ἐμπλέοντας, οὕτως καὶ ὁ παιδαγωγὸς ἄγει τοὺς παῖδας ἐπὶ τὴν σωτήριον δίαιταν τῆς ἡμῶν αὐτῶν ἕνεκεν κηδεμονίας·
  2. (μεταφορικά) κυβερνώ, καθοδηγώ, διευθύνω
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Ηράκλειτος, Απόσπασμα, Β 64, @scaife.perseus
    τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός.
    Τα πάντα τα κυβερνάει ο Κεραυνός.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  3ος/2ος↑ αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 37.10 @scaife.perseus
    καὶ ἀπὸ πνοῆς Ἰσχυροῦ δώσει πάγος, οἰακίζει δὲ τὸ ὕδωρ ὡς ἐὰν βούληται·
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De causis respirationis, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΑΙΤΙΩΝ, 1, p.466 @scaife.perseus
    ὁ δὲ πνεύμων οἷα βαθὺς γαστὴρ ὑπόκειται τῷ πνεύματι. τούτου δὲ τὰς διαστολάς τε καὶ συστολὰς ὁ θώραξ οἰακίζει, μυσὶ κινούμενος, ὀστοῖς τε διαρθρούμενος.
  3. (στην παθητική φωνή) (για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία