Ετυμολογία

επεξεργασία

διευθύνω, πρτ.: διηύθυνα, αόρ.: διηύθυνα, παθ.φωνή: διευθύνομαι, π.αόρ.: διευθύνθηκα

  1. διοικώ, ασκώ την διεύθυνση, κουμαντάρω
      Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων διευθύνουν, εποπτεύουν, ελέγχουν και συντονίζουν τις εργασίες του Τμήματος τους και παρέχουν τις αναγκαίες προς τούτο εντολές και οδηγίες στο προσωπικό (Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, Αναδιάρθρωση της ΓΓΠΠ, Αναβάθμιση Εθελοντισμού Πολιτικής Προστασίας, Αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλες διατάξεις, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων, )
  2. κατευθύνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

διευθύνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)