ενεστώτας manage
γ΄ ενικό ενεστώτα manages
αόριστος managed
παθητική μετοχή managed
ενεργητική μετοχή managing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
manage < παλαιά γαλλική manege < πιθανόν παλαιοϊταλική maneggiare < mano < ρίζα man- λατινική manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-

manage (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διευθύνω, διαχειρίζομαι, ελέγχω ή είμαι υπεύθυνος για μια επιχείρηση, μια ομάδα, έναν οργανισμό, γη κτλ.
    ⮡  We are managing the hotel.
    Διευθύνομε το ξενοδοχείο.
    ⮡  Her father manages the company.
    Ο πατέρας της διαχειρίζεται την εταιρεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη direct
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταφέρνω, βολεύω, πετυχαίνω να κάνω κάτι, ειδικά κάτι δύσκολο
    ⮡  Despite the difficulties, he managed to win the game.
    Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να νικήσει τον αγώνα.
    ⮡  She managed to not spill her coffee.
    Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
    ⮡  It is heavy but I can manage it.
    Είναι βαρύ αλλά θα το βολέψω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accomplish
  3. (αμετάβατο) αντεπεξέρχομαι, μπορώ να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση, πρόβλημα κτλ.
    ⮡  I will manage somehow.
    Κάπως θ' αντεπεξέλθω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cope
  4. (αμετάβατο) τα βολεύω, μπορώ να ζήσω ή να επιβιώσω χωρίς να έχω πολλά χρήματα, υποστήριξη, ύπνο κτλ.
    ⮡  We only have my salary but we manage.
    Το μισθό μου έχουμε μόνο αλλά τα βολεύουμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη get by
  5. (μεταβατικό) χρησιμοποιώ χρήματα, χρόνο, πληροφορίες κτλ. με λογικό τρόπο
    ⮡  They manage their money/time wisely.
    Χρησιμοποιούν φρόνιμα τα λεφτά τους/το χρόνο τους.

Συγγενικά

επεξεργασία