manage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | manage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | manages |
αόριστος | managed |
παθητική μετοχή | managed |
ενεργητική μετοχή | managing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- manage < παλαιά γαλλική manege < πιθανόν παλαιοϊταλική maneggiare < mano < ρίζα man- λατινική manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-
Ρήμα
επεξεργασίαmanage (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διευθύνω, διαχειρίζομαι, ελέγχω ή είμαι υπεύθυνος για μια επιχείρηση, μια ομάδα, έναν οργανισμό, γη κτλ.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταφέρνω, βολεύω, πετυχαίνω να κάνω κάτι, ειδικά κάτι δύσκολο
- ⮡ Despite the difficulties, he managed to win the game.
- Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να νικήσει τον αγώνα.
- ⮡ She managed to not spill her coffee.
- Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
- ⮡ It is heavy but I can manage it.
- Είναι βαρύ αλλά θα το βολέψω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accomplish
- ⮡ Despite the difficulties, he managed to win the game.
- (αμετάβατο) αντεπεξέρχομαι, μπορώ να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση, πρόβλημα κτλ.
- (αμετάβατο) τα βολεύω, μπορώ να ζήσω ή να επιβιώσω χωρίς να έχω πολλά χρήματα, υποστήριξη, ύπνο κτλ.
- (μεταβατικό) χρησιμοποιώ χρήματα, χρόνο, πληροφορίες κτλ. με λογικό τρόπο
- ⮡ They manage their money/time wisely.
- Χρησιμοποιούν φρόνιμα τα λεφτά τους/το χρόνο τους.
- ⮡ They manage their money/time wisely.