Ετυμολογία

επεξεργασία
management < manage + -ment

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmænədʒmənt/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διαχείριση, το μάνατζμεντ
    ⮡  He personally took over the management of his estates.
    Ανέλαβε προσωπικά τη διαχείριση των κτημάτων του.
    ⮡  Management as a science has developed particularly in recent years.
    Το μάνατζμεντ ως επιστήμη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διοίκηση, τα άτομα που διευθύνουν και ελέγχουν μια επιχείρηση ή παρόμοιο οργανισμό
    ⮡  management offices - γραφεία διοίκησης
    ⮡  Management has not succeeded in breaking the strike.
    Η διοίκηση δεν έχει καταφέρει να σπάσει την απεργία.

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

πληροφορική:



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en) αρσενικό