Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en) αρσενικό

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

management < manage + -ment

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmænədʒmənt/
 
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en)

  1. η διαχείριση, το μάνατζμεντ, η στελέχωση
  2. η διοίκηση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

πληροφορική:

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία