management
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmænədʒmənt/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
management | managements |
management (en)
- (μη μετρήσιμο) η διαχείριση, το μάνατζμεντ
- ⮡ He personally took over the management of his estates.
- Ανέλαβε προσωπικά τη διαχείριση των κτημάτων του.
- ⮡ Management as a science has developed particularly in recent years.
- Το μάνατζμεντ ως επιστήμη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
- ⮡ He personally took over the management of his estates.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διοίκηση, τα άτομα που διευθύνουν και ελέγχουν μια επιχείρηση ή παρόμοιο οργανισμό
- ⮡ management offices - γραφεία διοίκησης
- ⮡ Management has not succeeded in breaking the strike.
- Η διοίκηση δεν έχει καταφέρει να σπάσει την απεργία.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
- content management system (CMS)
- database management system (DBMS)
- relational database management system (RDBMS)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
management | managements |
management (en) αρσενικό
- η διαχείριση, το μάνατζμεντ, η στελέχωση