στελέχωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στελέχωση | οι | στελεχώσεις |
γενική | της | στελέχωσης* | των | στελεχώσεων |
αιτιατική | τη | στελέχωση | τις | στελεχώσεις |
κλητική | στελέχωση | στελεχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στελεχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στελέχωση < από το ρήμα στελεχώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστελέχωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στελεχώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στελέχωση