στελεχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στελεχώνω < αρχαία ελληνική στελεχῶ (δημιουργώ κορμό) < στέλεχος (κορμός φυτού)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.leˈxo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαστελεχώνω
- τοποθετώ, ορίζω στελέχη σε οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο (εταιρεία, οργανισμό κ.λπ.)
- είμαι στέλεχος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στελεχώνω | στελέχωνα | θα στελεχώνω | να στελεχώνω | στελεχώνοντας | |
β' ενικ. | στελεχώνεις | στελέχωνες | θα στελεχώνεις | να στελεχώνεις | στελέχωνε | |
γ' ενικ. | στελεχώνει | στελέχωνε | θα στελεχώνει | να στελεχώνει | ||
α' πληθ. | στελεχώνουμε | στελεχώναμε | θα στελεχώνουμε | να στελεχώνουμε | ||
β' πληθ. | στελεχώνετε | στελεχώνατε | θα στελεχώνετε | να στελεχώνετε | στελεχώνετε | |
γ' πληθ. | στελεχώνουν(ε) | στελέχωναν στελεχώναν(ε) |
θα στελεχώνουν(ε) | να στελεχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στελέχωσα | θα στελεχώσω | να στελεχώσω | στελεχώσει | ||
β' ενικ. | στελέχωσες | θα στελεχώσεις | να στελεχώσεις | στελέχωσε | ||
γ' ενικ. | στελέχωσε | θα στελεχώσει | να στελεχώσει | |||
α' πληθ. | στελεχώσαμε | θα στελεχώσουμε | να στελεχώσουμε | |||
β' πληθ. | στελεχώσατε | θα στελεχώσετε | να στελεχώσετε | στελεχώστε | ||
γ' πληθ. | στελέχωσαν στελεχώσαν(ε) |
θα στελεχώσουν(ε) | να στελεχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στελεχώσει | είχα στελεχώσει | θα έχω στελεχώσει | να έχω στελεχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στελεχώσει | είχες στελεχώσει | θα έχεις στελεχώσει | να έχεις στελεχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στελεχώσει | είχε στελεχώσει | θα έχει στελεχώσει | να έχει στελεχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στελεχώσει | είχαμε στελεχώσει | θα έχουμε στελεχώσει | να έχουμε στελεχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στελεχώσει | είχατε στελεχώσει | θα έχετε στελεχώσει | να έχετε στελεχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στελεχώσει | είχαν στελεχώσει | θα έχουν στελεχώσει | να έχουν στελεχώσει |
|