Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στελεχωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στελεχωμέν
ος
η
στελεχωμέν
η
το
στελεχωμέν
ο
γενική
του
στελεχωμέν
ου
της
στελεχωμέν
ης
του
στελεχωμέν
ου
αιτιατική
τον
στελεχωμέν
ο
τη
στελεχωμέν
η
το
στελεχωμέν
ο
κλητική
στελεχωμέν
ε
στελεχωμέν
η
στελεχωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στελεχωμέν
οι
οι
στελεχωμέν
ες
τα
στελεχωμέν
α
γενική
των
στελεχωμέν
ων
των
στελεχωμέν
ων
των
στελεχωμέν
ων
αιτιατική
τους
στελεχωμέν
ους
τις
στελεχωμέν
ες
τα
στελεχωμέν
α
κλητική
στελεχωμέν
οι
στελεχωμέν
ες
στελεχωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στελεχωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στελεχώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στελεχωμένος
γαλλικά
:
doté
(fr)
en
personnel
(fr)