επανδρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανδρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπανδρ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του ἐπανδρόω) + -ώνω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική man) [1]
Ρήμα
επεξεργασίαεπανδρώνω, αόρ.: επάνδρωσα, παθ.φωνή: επανδρώνομαι, π.αόρ.: επανδρώθηκα, μτχ.π.π.: επανδρωμένος
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις επί και άνδρας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανδρώνω | επάνδρωνα | θα επανδρώνω | να επανδρώνω | επανδρώνοντας | |
β' ενικ. | επανδρώνεις | επάνδρωνες | θα επανδρώνεις | να επανδρώνεις | επάνδρωνε | |
γ' ενικ. | επανδρώνει | επάνδρωνε | θα επανδρώνει | να επανδρώνει | ||
α' πληθ. | επανδρώνουμε | επανδρώναμε | θα επανδρώνουμε | να επανδρώνουμε | ||
β' πληθ. | επανδρώνετε | επανδρώνατε | θα επανδρώνετε | να επανδρώνετε | επανδρώνετε | |
γ' πληθ. | επανδρώνουν(ε) | επάνδρωναν επανδρώναν(ε) |
θα επανδρώνουν(ε) | να επανδρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επάνδρωσα | θα επανδρώσω | να επανδρώσω | επανδρώσει | ||
β' ενικ. | επάνδρωσες | θα επανδρώσεις | να επανδρώσεις | επάνδρωσε | ||
γ' ενικ. | επάνδρωσε | θα επανδρώσει | να επανδρώσει | |||
α' πληθ. | επανδρώσαμε | θα επανδρώσουμε | να επανδρώσουμε | |||
β' πληθ. | επανδρώσατε | θα επανδρώσετε | να επανδρώσετε | επανδρώστε | ||
γ' πληθ. | επάνδρωσαν επανδρώσαν(ε) |
θα επανδρώσουν(ε) | να επανδρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανδρώσει | είχα επανδρώσει | θα έχω επανδρώσει | να έχω επανδρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανδρώσει | είχες επανδρώσει | θα έχεις επανδρώσει | να έχεις επανδρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανδρώσει | είχε επανδρώσει | θα έχει επανδρώσει | να έχει επανδρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανδρώσει | είχαμε επανδρώσει | θα έχουμε επανδρώσει | να έχουμε επανδρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανδρώσει | είχατε επανδρώσει | θα έχετε επανδρώσει | να έχετε επανδρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανδρώσει | είχαν επανδρώσει | θα έχουν επανδρώσει | να έχουν επανδρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανδρώνομαι | επανδρωνόμουν(α) | θα επανδρώνομαι | να επανδρώνομαι | ||
β' ενικ. | επανδρώνεσαι | επανδρωνόσουν(α) | θα επανδρώνεσαι | να επανδρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | επανδρώνεται | επανδρωνόταν(ε) | θα επανδρώνεται | να επανδρώνεται | ||
α' πληθ. | επανδρωνόμαστε | επανδρωνόμαστε επανδρωνόμασταν |
θα επανδρωνόμαστε | να επανδρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επανδρώνεστε | επανδρωνόσαστε επανδρωνόσασταν |
θα επανδρώνεστε | να επανδρώνεστε | (επανδρώνεστε) | |
γ' πληθ. | επανδρώνονται | επανδρώνονταν επανδρωνόντουσαν |
θα επανδρώνονται | να επανδρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανδρώθηκα | θα επανδρωθώ | να επανδρωθώ | επανδρωθεί | ||
β' ενικ. | επανδρώθηκες | θα επανδρωθείς | να επανδρωθείς | επανδρώσου | ||
γ' ενικ. | επανδρώθηκε | θα επανδρωθεί | να επανδρωθεί | |||
α' πληθ. | επανδρωθήκαμε | θα επανδρωθούμε | να επανδρωθούμε | |||
β' πληθ. | επανδρωθήκατε | θα επανδρωθείτε | να επανδρωθείτε | επανδρωθείτε | ||
γ' πληθ. | επανδρώθηκαν επανδρωθήκαν(ε) |
θα επανδρωθούν(ε) | να επανδρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επανδρωθεί | είχα επανδρωθεί | θα έχω επανδρωθεί | να έχω επανδρωθεί | επανδρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επανδρωθεί | είχες επανδρωθεί | θα έχεις επανδρωθεί | να έχεις επανδρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επανδρωθεί | είχε επανδρωθεί | θα έχει επανδρωθεί | να έχει επανδρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επανδρωθεί | είχαμε επανδρωθεί | θα έχουμε επανδρωθεί | να έχουμε επανδρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επανδρωθεί | είχατε επανδρωθεί | θα έχετε επανδρωθεί | να έχετε επανδρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επανδρωθεί | είχαν επανδρωθεί | θα έχουν επανδρωθεί | να έχουν επανδρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επανδρωμένος - είμαστε, είστε, είναι επανδρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επανδρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επανδρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επανδρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επανδρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επανδρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επανδρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επανδρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας