επάνδρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επάνδρωση | οι | επανδρώσεις |
γενική | της | επάνδρωσης* | των | επανδρώσεων |
αιτιατική | την | επάνδρωση | τις | επανδρώσεις |
κλητική | επάνδρωση | επανδρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανδρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπάνδρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανδρώνω
- τελικά βρέθηκε ένας ακόμα νοσοκόμος για να ολοκληρωθεί η επάνδρωση του νοσκομείου με βοηθητικό προσωπικό
- στην επάνδρωση του αεροπλάνου περιλαμβάνονται δύο πιλότοι, ένας μηχανικός πτήσης και ένας αεροσυνοδός
η επανδρωση αφορά σε προσωπικό γένους αρσενικου.