επανδρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεπανδρώνομαι< παθητική φωνή του ρήμ. επανδρώνω
Ρήμα
επεξεργασίαεπανδρώνομαι
- με επανδρώνουν.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανδρώνομαι | επανδρωνόμουν(α) | θα επανδρώνομαι | να επανδρώνομαι | ||
β' ενικ. | επανδρώνεσαι | επανδρωνόσουν(α) | θα επανδρώνεσαι | να επανδρώνεσαι | (επανδρώνου) | |
γ' ενικ. | επανδρώνεται | επανδρωνόταν(ε) | θα επανδρώνεται | να επανδρώνεται | ||
α' πληθ. | επανδρωνόμαστε | επανδρωνόμαστε επανδρωνόμασταν |
θα επανδρωνόμαστε | να επανδρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επανδρώνεστε | επανδρωνόσαστε επανδρωνόσασταν |
θα επανδρώνεστε | να επανδρώνεστε | (επανδρώνεστε) | |
γ' πληθ. | επανδρώνονται | επανδρώνονταν επανδρωνόντουσαν |
θα επανδρώνονται | να επανδρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανδρώθηκα | θα επανδρωθώ | να επανδρωθώ | επανδρωθεί | ||
β' ενικ. | επανδρώθηκες | θα επανδρωθείς | να επανδρωθείς | επανδρώσου | ||
γ' ενικ. | επανδρώθηκε | θα επανδρωθεί | να επανδρωθεί | |||
α' πληθ. | επανδρωθήκαμε | θα επανδρωθούμε | να επανδρωθούμε | |||
β' πληθ. | επανδρωθήκατε | θα επανδρωθείτε | να επανδρωθείτε | επανδρωθείτε | ||
γ' πληθ. | επανδρώθηκαν επανδρωθήκαν(ε) |
θα επανδρωθούν(ε) | να επανδρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επανδρωθεί | είχα επανδρωθεί | θα έχω επανδρωθεί | να έχω επανδρωθεί | επανδρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επανδρωθεί | είχες επανδρωθεί | θα έχεις επανδρωθεί | να έχεις επανδρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επανδρωθεί | είχε επανδρωθεί | θα έχει επανδρωθεί | να έχει επανδρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επανδρωθεί | είχαμε επανδρωθεί | θα έχουμε επανδρωθεί | να έχουμε επανδρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επανδρωθεί | είχατε επανδρωθεί | θα έχετε επανδρωθεί | να έχετε επανδρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επανδρωθεί | είχαν επανδρωθεί | θα έχουν επανδρωθεί | να έχουν επανδρωθεί |