Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανδρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επανδρωμέν
ος
η
επανδρωμέν
η
το
επανδρωμέν
ο
γενική
του
επανδρωμέν
ου
της
επανδρωμέν
ης
του
επανδρωμέν
ου
αιτιατική
τον
επανδρωμέν
ο
την
επανδρωμέν
η
το
επανδρωμέν
ο
κλητική
επανδρωμέν
ε
επανδρωμέν
η
επανδρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επανδρωμέν
οι
οι
επανδρωμέν
ες
τα
επανδρωμέν
α
γενική
των
επανδρωμέν
ων
των
επανδρωμέν
ων
των
επανδρωμέν
ων
αιτιατική
τους
επανδρωμέν
ους
τις
επανδρωμέν
ες
τα
επανδρωμέν
α
κλητική
επανδρωμέν
οι
επανδρωμέν
ες
επανδρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επανδρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
επανδρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επανδρωμένος
γαλλικά
:
doté
(fr)
en
personnel
(fr)
,