Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας accomplish
γ΄ ενικό ενεστώτα accomplishes
αόριστος accomplished
παθητική μετοχή accomplished
ενεργητική μετοχή accomplishing

  Ρήμα επεξεργασία

accomplish (en)

  Πηγές επεξεργασία