realize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | realize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | realizes |
αόριστος | realized |
παθητική μετοχή | realized |
ενεργητική μετοχή | realizing |
Ρήμα
επεξεργασίαrealize (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνειδητοποιώ, κατανοώ, συναισθάνομαι
- ⮡ I realize my error.
- Συναισθάνομαι το λάθος μου.
- ⮡ Do you realize what you are going to do?
- Συναισθάνεσαι τι πρόκειται να κάνεις;
- ≈ συνώνυμα: understand, see
- ⮡ I realize my error.
- (μεταβατικό) πραγματοποιώ, υλοποιώ, αληθεύω, πετυχαίνω κάτι σημαντικό που θέλω πολύ να κάνω
- ⮡ If our dreams are realized…
- Αν αλήθευαν τα όνειρά μας…
- ≈ συνώνυμα: actualize, materialize
- ⮡ If our dreams are realized…
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) αληθεύω, κάτι που πιστεύω ότι θα συμβεί, συμβαίνει
- ⮡ If my suspicions are realized…
- Αν αληθέψουν οι υποψίες μου…
- ⮡ If my suspicions are realized…
- (οικονομία) μετατρέπω περιουσιακά στοιχεία, ιδίως άυλα (μετοχές, ομόλογα κ.λπ.), σε χρήμα· ρευστοποιώ
Άλλες γραφές
επεξεργασία- realise (μη οξφορδιανή ορθογράφηση)
Πηγές
επεξεργασία- realize - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 31, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: αληθεύω, συναισθάνομαι