ενεστώτας realize
γ΄ ενικό ενεστώτα realizes
αόριστος realized
παθητική μετοχή realized
ενεργητική μετοχή realizing

realize (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνειδητοποιώ, κατανοώ, συναισθάνομαι
    ⮡  I realize my error.
    Συναισθάνομαι το λάθος μου.
    ⮡  Do you realize what you are going to do?
    Συναισθάνεσαι τι πρόκειται να κάνεις;
     συνώνυμα: understand, see
  2. (μεταβατικό) πραγματοποιώ, υλοποιώ, αληθεύω, πετυχαίνω κάτι σημαντικό που θέλω πολύ να κάνω
    ⮡  If our dreams are realized
    Αν αλήθευαν τα όνειρά μας…
     συνώνυμα: actualize, materialize
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) αληθεύω, κάτι που πιστεύω ότι θα συμβεί, συμβαίνει
    ⮡  If my suspicions are realized
    Αν αληθέψουν οι υποψίες μου…
  4. (οικονομία) μετατρέπω περιουσιακά στοιχεία, ιδίως άυλα (μετοχές, ομόλογα κ.λπ.), σε χρήμα· ρευστοποιώ

Άλλες γραφές

επεξεργασία