Ετυμολογία

επεξεργασία
συνειδητοποιώ < συνειδητός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prendre conscience[1] [2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ni.ði.to.piˈo/

συνειδητοποιώ (παθητική φωνή: συνειδητοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συνειδητοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνειδητοποιώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)