Δείτε επίσης: αποκοτώ, ἀποκτῶμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποκτώ/αποκτάω, αόρ.: απέκτησα/απόκτησα, παθ.φωνή: αποκτώμαι/αποκτιέμαι/αποχτιέμαι, μτχ.π.π.: αποκτημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ενεργητικός αόριστος: απέκτησα και απόκτησα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία