Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
acquire
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενεστώτας
acquire
γ΄ ενικό ενεστώτα
acquires
αόριστος
acquired
παθητική μετοχή
acquired
ενεργητική μετοχή
acquiring
Ετυμολογία
επεξεργασία
acquire
<
μέση αγγλική
aqueren
<
παλαιά γαλλική
aquerre
<
λατινική
adquaerere
<
ad
+
quaerere
Ρήμα
επεξεργασία
acquire
(en)
(
επίσημο
)
(
μεταβατικό
)
αποκτώ
, κερδίζω κάτι με τις δικές μου προσπάθειες, ικανότητες ή συμπεριφορά
⮡
I
acquire
an ability/experience/self-confidence.
Αποκτώ
μια ικανότητα/πείρα/αυτοπεποίθηση.
⮡
I
acquire
a very good reputation.
Αποκτώ
πολύ καλή φήμη.
⮡
He
acquired
the favor/support of his superiors.
Απόκτησε
την εύνοια/υποστήριξη των ανωτέρων του.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
obtain
(
μεταβατικό
)
αποκτώ
, λαμβάνω κάτι αγοράζοντας ή δίνοντάς μου
⮡
I
acquire
a large fortune via inheritance.
Αποκτώ
μεγάλη περιουσία δια κληρονομίας.
⮡
How did he
acquire
all of that?
Πώς τα
απόχτησε
όλα αυτά;
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
receive
Συγγενικά
επεξεργασία
acquirement
acquisition
Πηγές
επεξεργασία
acquire
-
Oxford Learner's Dictionaries
Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed.
Oxford Greek-English Learner's Dictionary
(Revised έκδοση). Oxford:
Oxford University Press
. σελ. 105.
ISBN
9780194325684
.
, λήμμα: αποκτώ