ενεστώτας acquire
γ΄ ενικό ενεστώτα acquires
αόριστος acquired
παθητική μετοχή acquired
ενεργητική μετοχή acquiring

  Ετυμολογία

επεξεργασία
acquire < μέση αγγλική aqueren < παλαιά γαλλική aquerre < λατινική adquaerere < ad + quaerere

acquire (en) (επίσημο)

  1. (μεταβατικό) αποκτώ, κερδίζω κάτι με τις δικές μου προσπάθειες, ικανότητες ή συμπεριφορά
    I acquire an ability/experience/self-confidence.
    Αποκτώ μια ικανότητα/πείρα/αυτοπεποίθηση.
    I acquire a very good reputation.
    Αποκτώ πολύ καλή φήμη.
    He acquired the favor/support of his superiors.
    Απόκτησε την εύνοια/υποστήριξη των ανωτέρων του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obtain
  2. (μεταβατικό) αποκτώ, λαμβάνω κάτι αγοράζοντας ή δίνοντάς μου
    I acquire a large fortune via inheritance.
    Αποκτώ μεγάλη περιουσία δια κληρονομίας.
    How did he acquire all of that?
    Πώς τα απόχτησε όλα αυτά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receive

Συγγενικά

επεξεργασία