Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

acquirement < acquire + -ment

  Ουσιαστικό επεξεργασία

acquirement (en)

  1. η απόκτηση
  2. το απόκτημα, κάτι το επίκτητο, κάτι που έχειαποκτηθεί, πχ μια ικανότητα που δεν ήταν έμφυτη αλλά καλλιεργήθηκε με τη σπουδή και την άσκηση
     αντώνυμα: genius, gift, talent

Συνώνυμα επεξεργασία