gift
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | gift |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gifts |
αόριστος | gifted |
παθητική μετοχή | gifted |
ενεργητική μετοχή | gifting |
gift (en)
ενεστώτας | gift |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gifts |
αόριστος | gifted |
παθητική μετοχή | gifted |
ενεργητική μετοχή | gifting |
gift (en)