gift
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gift | gifts |
gift (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | gift |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gifts |
αόριστος | gifted |
παθητική μετοχή | gifted |
ενεργητική μετοχή | gifting |
gift (en)
Πηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgift (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgift (no)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgift (nl)
- το δώρο
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgift (sv)