Ετυμολογία

επεξεργασία
προικίζω < ελληνιστική κοινή προικίζω < αρχαία ελληνική προίξ

προικίζω, πρτ.: προίκιζα, στ.μέλλ.: θα προικίσω, αόρ.: προίκισα, παθ.φωνή: προικίζομαι, μτχ.π.π.: προικισμένος

  1. (κυριολεκτικά) παραχωρώ προίκα
    δεν παντρεύτηκε γιατί έπρεπε πρώτα να δουλέψει σκληρά και να προικίσει την αδελφή του
  2. (μεταφορικά) χαρίζω κάτι ή δίνω ένα χάρισμα
    η φύση τον προίκισε με θηριώδη δύναμη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία