endow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | endow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endows |
αόριστος | endowed |
παθητική μετοχή | endowed |
ενεργητική μετοχή | endowing |
Ρήμα
επεξεργασίαendow (en)
- προικίζω, δίνω ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε ένα σχολείο, ένα κολέγιο ή άλλο ίδρυμα για να του εξασφαλίσω εισόδημα