προίξ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προίξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προίξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
προίξ θηλυκό
- η προίκα
Συγγενικά επεξεργασία
- προικοδότησις
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προίξ | αἱ | προῖκες |
γενική | τῆς | προικός | τῶν | προικῶν |
δοτική | τῇ | προικῐ́ | ταῖς | προιξῐ́(ν) |
αιτιατική | τὴν | προῖκᾰ | τὰς | προῖκᾰς |
κλητική ὦ! | προίξ | προῖκες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προῖκε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προικοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προίξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προίξ, -κός θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- προίξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προίξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.