Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προικισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προικισμέν
ος
η
προικισμέν
η
το
προικισμέν
ο
γενική
του
προικισμέν
ου
της
προικισμέν
ης
του
προικισμέν
ου
αιτιατική
τον
προικισμέν
ο
την
προικισμέν
η
το
προικισμέν
ο
κλητική
προικισμέν
ε
προικισμέν
η
προικισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προικισμέν
οι
οι
προικισμέν
ες
τα
προικισμέν
α
γενική
των
προικισμέν
ων
των
προικισμέν
ων
των
προικισμέν
ων
αιτιατική
τους
προικισμέν
ους
τις
προικισμέν
ες
τα
προικισμέν
α
κλητική
προικισμέν
οι
προικισμέν
ες
προικισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προικισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προικίζω
Μετοχή
επεξεργασία
προικισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
προικίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προικισμένος
αγγλικά
:
gifted
(en)
γαλλικά
:
doté
(fr)