προικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προικισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προικίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προικισμός
|
προικισμός αρσενικό
|