↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προίκισμα τα προικίσματα
      γενική του προικίσματος των προικισμάτων
    αιτιατική το προίκισμα τα προικίσματα
     κλητική προίκισμα προικίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προίκισμα < προικίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προίκισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία